Ἰλιόθεν

Ἰλιόθεν
Ἰλιόθεν
Ilium
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιλιόθεν — Ἰλιόθεν (Α) επίρρ. από την Τροία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴλιος / Ἴλιον + θεν*] …   Dictionary of Greek

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”